Κλινική εξέταση
Η κλινική εξέταση αποτελεί βασικό τμήμα μιας επίσκεψης στο καρδιολογικό ιατρείο. Παρά την ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας, η κλινική εξέταση εξακολουθεί να κατέχει κεντρικό ρόλο στην εκτίμηση ενός καρδιολογικού ασθενούς.
Η καρδιολογική κλινική εξέταση (όπως και κάθε εξέταση) περιλαμβάνει τους ακόλουθους βασικούς άξονες: την επισκόπηση (προσώπου, θώρακα, τραχήλου, άκρων), την επίκρουση, την ψηλάφηση (σφυγμού, καρδιακής ώσης, ροίζων, ήπατος), την ακρόαση (καρδιάς, πνευμόνων, αγγείων), καθώς και τις μετρήσεις (αρτηριακής πίεσης, θερμοκρασίας).
Επισκόπηση
Η απλή επισκόπηση ενός καρδιολογικού αρρώστου μπορεί να παράσχει πολλές πληροφορίες. Ευρήματα που αξιολογούνται είναι μεταξύ άλλων η κυάνωση, ο ίκτερος, τα οιδήματα, ο ασκίτης, ανωμαλίες θωρακικού τοιχώματος και η διάταση των σφαγιτίδων.
Επίκρουση
Η επίκρουση αφορά κυρίως στους πνεύμονες και βοηθά στην εκτίμηση της ποσότητας πλευριτικής συλλογής.
Ψηλάφηση
Η ψηλάφηση περιλαμβάνει τον σφυγμό, την καρδιακή ώση και την παρουσία τυχόν ροίζων.
Η ψηλάφηση του σφυγμού δίνει επίσης σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση του καρδιαγγειακού. Εκτιμώνται η ρυθμικότητα, η συχνότητα και η ένταση του σφυγμού. Η παρουσία ενός άρρυθμου σφυγμού μπορεί να είναι η πρώτη ένδειξη παρουσίας αρρυθμιών και δη κολπικής μαρμαρυγής.
Η ώση της κορυφής της καρδιάς ψηλαφάται φυσιολογικά στο 4ο ή 5ο μεσοπλεύριο διάστημα. Η ενίσχυση της ώσης επιτυγχάνεται με την μετακίνηση του σώματος στο αριστερό πλάγιο.
Αύξησης της ώσης προκαλούν η ανεπάρκεια μιτροειδούς και αορτικής βαλβίδας, η μεσοκοιλιακή επικοινωνία, ο υπερθυρεοειδισμός, η αναιμία.
Μείωσης της ώσης προκαλούν η παχυσαρκία και ο καρδιακός επιπωματισμός.
Ροίζος είναι το απτικό αίσθημα των καρδιακών φυσημάτων κατά την ψηλάφηση.
Ακρόαση
Η ακρόαση περιλαμβάνει την ακρόαση της καρδιάς, των πνευμόνων και των περιφερικών αγγείων.
Η ακρόαση της καρδιάς επιτυγχάνεται με την ορθή τοποθέτηση του στηθοσκοπίου που χρησιμοποιεί είτε ένα ανοικτό κώδωνα ή ένα κλειστό διάφραγμα ως μέσο σύνδεσης με το αυτί του εξεταστή με συγκεκριμένες θέσεις στο στήθος του ασθενή. Εκτιμώνται οι καρδιακοί τόνοι, αλλά και η παρουσία καρδιακών φυσημάτων. Η θέση και οι χαρακτήρες ενός καρδιακού φυσήματος μας δίνουν τις πρώτες πληροφορίες για την παρουσία βαλβιδοπάθειας σε έναν καρδιολογικό ασθενή. Εκτός από τα οργανικά φυσήματα που οφείλονται σε καρδιακή πάθηση, υπάρχουν και τα λεγόμενα «αθώα» φυσήματα που παρατηρούνται σε φυσιολογικά άτομα. Τα αθώα φυσήματα ακούγονται πάντα κατά τη συστολή της καρδιάς και οφείλονται σε αυξημένη ροή αίματος διαμέσου του πνευμονικού στομίου. Συχνότερα παρατηρούνται κατά την παιδική ηλικία και σε καταστάσεις με υπερδυναμική κυκλοφορία, όπως αναιμία, υπερθυρεοειδισμός κ.ά..
Η ακρόαση των πνευμόνων είναι άμεσα συνυφασμένη με αυτή της καρδιάς, όπου η παρουσία πρόσθετων αναπνευστικών ήχων είναι συχνά ενδεικτικό σημείο καρδιακής ανεπάρκειας.
Η ακρόαση των περιφερικών αγγείων στόχο έχει τη διαπίστωση ύπαρξης φυσημάτων στις καρωτίδες ή τις μηριαίες αρτηρίες, που υποδηλώνουν την παρουσία στένωσης λόγω αθηρωμάτωσης.